δίζωος

δίζωος
δίζωος, -ον (Α)
(για τον Σίσυφο που γύρισε από τον Άδη) αυτός που έχει διπλή ζωή, που έζησε δύο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + -ζωος < ζωή (πρβλ. άζωος, αρτίζωος)]

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”